ὀργίλης

ὀργίλης
ὀργίλος
inclined to anger
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκατό — το, Ν 1. ανθρώπινο ή ζωικό περίττωμα, κόπρανο 2. μτφ. παιδί άπραγο, άμαθο («μια σταλιά σκατό και σού κάνει τον έξυπνο») 3. στον πληθ. «σκατά» χυδαία αναφώνηση αγανάκτησης ή οργίλης άρνησης 4. φρ. «σκατά κι απόσκατα» λέγεται για πράγματα που είναι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”